- ἀψήφιστος
- ἀψήφιστοςnot having votedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αψήφιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ψήφισε: Μείναμε αψήφιστοι, γιατί φτάσαμε αργά. 2. αυτός που δεν ψηφίστηκε: Αψήφιστος έμεινε κι από τους συγγενείς του ακόμη. 3. ριψοκίνδυνος: Ο καπετάνιος ήταν άνθρωπος αψήφιστος. 4. ανάξιος λόγου, ασήμαντος: Σπίθα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αψήφιστος — η, ο (Α ἀψήφιστος, ον) [ψηφίζω] νεοελλ. Ι. 1. ασήμαντος, ανάξιος προσοχής 2. ταπεινός, άσημος 3. περιφρονημένος 4. απρεπής, ανάρμοστος 5. αυτός που δεν έχει ψηφιστεί II. επίρρ. αψήφιστα 1. με αδιαφορία και περιφρόνηση 2. ασυλλόγιστα αρχ. εκείνος… … Dictionary of Greek
ἀψηφίστως — ἀψήφιστος not having voted adverbial ἀψήφιστος not having voted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψήφιστον — ἀψήφιστος not having voted masc/fem acc sg ἀψήφιστος not having voted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αψηφισιά — η [αψήφιστος] αδιαφορία, περιφρόνηση … Dictionary of Greek